ατάσθαλος

ατάσθαλος
-η, -ο (AM ἀτάσθαλος, -ον)
απρεπής, ακόλαστος
αρχ.
αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση: ατάσθαλος < γεν. άτας + επίθ. *θάλος, που συνδέεται με γοτθ. dwals «μωρός». Η παρουσία όμως μακρού α στο άτη δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η μαρτυρία της λ. άτη με α βραχύ στον Αρχίλοχο είναι μάλλον εσφαλμένη ή υστερογενής διόρθωση. Υπάρχει ακόμη η εξίσου αμφίβολη άποψη πως η λ. προέρχεται από *άτασθος + (κατάλ.) -αλος*, με μετάθεση της δασύτητας αντί *ά-θαρστος (πρβλ. αρχ. ινδ. άdhţsta- «ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος»), που συνδέεται με τα θάρσος, θρασύς κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀτάσθαλος — reckless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλω — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάσθαλον — ἀτάσθαλος reckless masc/fem acc sg ἀτάσθαλος reckless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλοις — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλου — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλους — ἀτάσθαλος reckless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλων — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλῳ — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάσθαλα — ἀτάσθαλος reckless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάσθαλε — ἀτάσθαλος reckless masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”